συγκλινίαι

συγκλινίαι
αἱ, Α [συγκλινής]
τα επικλινή μέρη τού εδάφους («ταῑς συγκλινίαις τῶν τόπων τεκμαιρόμενος ἔχειν πηγὰς τὸ χωρίον», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκλινίαις — συγκλινίαι slopes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλινίας — συγκλινίᾱς , συγκλινίαι slopes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”